- προσφυγοκάπηλος
- ο тот,. кто спекулирует на покровительстве беженцам, эмигрантам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσφυγοκάπηλος — ο, Ν αυτός που εκμεταλλεύεται τους πρόσφυγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσφυγας + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιο κάπηλος)] … Dictionary of Greek